εμβρυοτόμος
Смотреть что такое "εμβρυοτόμος" в других словарях:
εμβρυοτόμος — ο (AM ἐμβρυοτόμος) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα … Dictionary of Greek
εμβρυοτόμος — ο (ιατρ.), χειρουργικό εργαλείο για το διαμελισμό του εμβρύου και την εξαγωγή του σε κομμάτια, όταν αυτή είναι αδύνατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβρυοτόμον — ἐμβρυοτόμος instrument for cutting up the foetus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυοτόμου — ἐμβρυοτόμος instrument for cutting up the foetus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
εμβρυοθλάστης — ο (Α ἐμβρυοθλάστης) ο εμβρυοτόμος … Dictionary of Greek